- παραγγελέας
- ο / παραγγελεύς, ΝΑνεοελλ.ο παραγγελιοδότηςαρχ.μηνυτής, κατήγορος, ενάγων.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισ-αγγελεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραγγελιοδότης — ο, θηλ. παραγγελιοδότρια (νομ.) άτομο που δίνει σε άλλον, στον παραγγελιοδόχο, εντολή να διενεργήσει εμπορικές πράξεις στο όνομα τού δεύτερου αλλά για λογαριασμό τού πρώτου έναντι αντιπαροχής, αλλ. παραγγελέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγγελία + δότης… … Dictionary of Greek